Το Φαράγγι του Ρούβα

Το φαράγγι του Ρούβα ή του Αγίου Νικολάου είναι μια μοναδική διαδρομή πεζοπορίας, που σε τρεις ώρες δωρίζει στον περιηγητή την ευχαρίστηση να πειραματιστεί εμπειρίες που χαρακτηρίζουν πολλά φαράγγια: την ξέγνοιαστη ανάβαση, την ιδιαίτερη προσπάθεια που απαιτούν τα πολύπλοκα περάσματα, την ακέραιη
απόλαυση μιας ανέγγιχτης φύσης, την επιθυμητή άφιξη, τέλειος κύκλος της ολοκληρωμένης εμπειρίας.
Η αρχική εισαγωγή είναι η απολαυστική λίμνη του Βοτομού, λίγα χιλιόμετρα από το χωριό Ζαρός, η τελική έκβαση, το υποβλητικό δάσος του Ρούβα, που ζωντανεύει από τον πάταγο του νερού και το κελάιδισμα των πουλιών, με υψηλά βοσκοτόπια, την εκκλησούλα από άσπρη πέτρα, το στεφάνι με τα αυστηρά βουνά της οροσειράς του Ψηλορείτη στο βάθος.
Κοντά στην βόρεια όχθη της λίμνης με γλυκό νερό, διαβάζουμε με προσοχή την ταμπέλα με τις οδηγίες για τη διαδρομή, που μας κατευθύνει, σε μια σύντομη ανηφόρα, μέχρι ένα σημείο με συρματόπλεγμα που οριοθετεί την λιμναία περιοχή. Παίρνουμε στα αριστερά ένα πετρώδες μονοπάτι, κατά μήκος της δυτικής βουνοπλαγιάς για ένα τέταρτο της ώρας, διασχίζουμε την ξερή κοίτη ενός χειμάρρου για να φτάσουμε στον πρώτο σταθμό, το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου, κρυμμένο σήμερα από μια μεγάλη εκκλησία πρόσφατης κατασκευής. Το μοναστήρι είναι μικρών διαστάσεων, κατοικείται από μοναχές προχωρημένης ηλικίας, που είναι απασχολημένες με το στολισμό της παλιάς εκκλησίας, γεμάτης με τοιχογραφίες, για τις τελετές της Μεγάλης Εβδομάδας, εν όψει Πάσχα.
Ξαναπαίρνουμε το μονοπάτι που εισχωρεί ανάμεσα στις πλαγιές δύο βουνών, δεξιά το όρος Αμπελάκια και αριστερά το Σαμάρι. Και οι δύο πλαγιές έχουν ακόμη τις πληγές μιας πυρκαγιάς που ξεγύμνωσε το τοπίο από το φυσικό του φύλλωμα, αφήνοντας σαν στολίδι μόνο αγκαθωτούς θάμνυος και βαλανιδιές ήδη ανθισμένες με τα χαρακτηριστικά "τριανταφυλλάκια". Αφού προσπεράσαμε μια
καγκελόπορτα, εισερχόμαστε στο κυρίως φαράγγι. Το μονοπάτι μας καλοπιάνει με άνετα σκαλιά ενώ βλέπουμε το πρώτο πεύκο, σημάδι ότι η φύση δεν παραδόθηκε. Στη βάση του τρυφερά ολόλευκα κυκλάμινα, που ανήκουν σε ένα ενδημικό είδος του νησιού, το κρητικό κυκλάμινο, που ανθίζει την Άνοιξη. Το ορεινό τοπίο φαίνεται να θέλει να απελευθερωθεί από τα ξερά δέντρα σπρώχνοντας τα κουφάρια τους προς την πεδιάδα, ενώ τα υψίπεδα ζωντανεύουν από πρίνους, με λεπτεπίλεπτα φυλλαράκια και από πεύκα που πολλαπλασιάζονται. Βράχο με βράχο, σύρριζα τη μια στιγμή στα γκρίζα λεία ασβεστολιθικά τοιχώματα, την άλλη στα μεταμορφικά μαύρα και στο χρώμα της ώχρας, ένας δρόμος σκαμμένος στο βουνό μας συνοδεύει, προστατευμένος από μια ξύλινη περίφραξη και διάσπαρτος από κόκκινα σήματα. Μετά από μια ώρα η ανεμπόδιστη εισχώρηση μέσα στα απόκρημνα μέρη του φαραγγιού φράσσεται από μια τεράστια βαθιά κοιλότητα, μια σπηλιά της οποίας το εσωτερικό φαίνεται να μας καλεί για μια εξερεύνηση. Δε θέλουμε και πολύ για να το ακολουθήσουμε, φτάνει το πέταγμα ενός πουλιού που χώνεται στις κοιλότητες της. Το ακολουθούμε και επιχειρούμε μια γρήγορη αναγνωριστική εξερεύνηση, ριψοκινδυνεύοντας το προπέρασμα δύο σφιχταγκαλιασμένων ογκωδών βράχων. Παραδινόμαστε στο εμφανές του λάθους μας, όταν ένα δεύτερο εμπόδιο, ένας απροσπέραστος τοίχος πάνω από τρία μέτρα, που ορθώνεται μπροστά μας, μας κάνει να παραιτηθούμε της προσπάθειάς μας και να ξαναγυρίσουμε στο αρχικό σημείο.
Ξεγελασμένοι από την επιβλητικότητα της κοιλότητας, αναπόσπαστου τμήματος του φαραγγιού, δε συνειδητοποιήσαμε τον ελιγμό της διαδρομής, που σε σχήμα U ανεβαίνει προστατευτική κατά μήκος της βουνοπλαγιάς, ενώ οι ξύλινες επιγραφές δείχνουν ξεκάθαρα τον τελικό μας προορισμό, την εκκλησία του Άη Γιάννη. Ταυτόχρονα, μια άλλη επιγραφή προσφέρει την τελευταία δυνατότητα επιστροφής στη βάση μας περνώντας από το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου. Με τη σιγουριά ότι το πιο συγκινητικό τμήμα της πεζοπορίας μας περιμένει ακόμη να το ανακαλύψουμε, συνεχίζουμε μέσα από έναν απόκρημνο δρόμο, προστατευμένο από ένα ξύλινο παραπέτο, που κυριαρχεί το βάθος της κοιλάδας, ακολουθεί του ελιγμούς της πλαγιάς και προσφέρει ένα χώρο θέας και ξεκούρασης με ένα κυκλικό παγκάκι σε μια στροφή. Πέρασε άλλη μια ώρα. Δελεασμένοι από τις πινακίδες που υπόσχονται νερό και χώρο ανάπαυλας σε 300 μέτρα, ρίχνουμε μόνο μια ματιά στο πανόραμα που απλώνεται στα πόδια μας και μπαίνουμε ξανά στη ρεματιά, βρίσκοντας επιτέλους λίγη προφύλαξη από τον ανελέητο ήλιο.
Ξεπερνάμε ένα δύσκολο σημείο ανάμεσα στα βράχια, με μια σχεδία, από διασταυρωμένους κορμούς που μας μεταφέρει πάνω από έναν ανυπέρβλητο ογκόλιθο. Μας καθησυχάζει η διαπίστωση ότι κάποιος, πολύ σοφός και ειδικός, μελέτησε και εξόπλισε την συνεχή μετάβαση από τη μια βραχώδη πλευρά στην άλλη, με γερά και συχνά γεφυράκια. Σύντομα φτάνουμε σε ένα δεύτερο σημείο ανάπαυλας, ένα κυκλικό στεφάνι από πέτρες, που εκτελεί χρέη καθίσματος, κάτω από τη σκιά μιας μεγάλης βελανιδιάς. Το φαράγγι του Ρούβα κατοικείται από ζωντανές παρουσίες και ήχους, ένα συνεχές κελάϊδισμα των πουλιών που πετούν από την μια κορυφή στην άλλη, το κουδούνισμα ενός πολυπληθούς κοπαδιού και με χαρούμενες και παρορμητικές κατσίκες.
Θα ανακαλύψουμε σιγά σιγά ότι το ειδύλλιο είναι πραγματικό, το δάσος του Ρούβα είναι ανέγγιχτο και πυκνό, τα πλούσια νερά του γενναιόδωρα και άφθονα διαποτίζουν το έδαφος, ανοίγουν δρόμο ανάμεσα στα απόκρημνα βραχώδη μέρη, δημιουργούν μικρούς καταρράκτες, μικρές ορεινές λιμνούλες, που τροφοδοτούν τους πρίνους με τα μικρά τους βελανίδια, τους αζίλακες, τα φαρδιά φύλλα του κρητικού δρακοντιού, με κίτρινη σπάθη και σκούρο σπάδικα, τους συχνούς πληθυσμούς, τους συχνούς πληθυσμούς των άσπρων κυκλαμίνων. Βαδίζουμε ξεγνοιαστα ενώ ο γκρεμός ελαττώνεται βαθμιαία και αφήνει χώρο στο ορεινό δάσος. Τώρα οι επεξηγηματικές πινακίδες κατά μήκος της διαδρομής μας κάνουν συμμέτοχους στην πανίδα του φαραγγιού, μικρά άγρια ζώα, όπως ο αγριόγατος "felix silvestris agrius", η πέρδικα, ο λαγός ο μπαρμπαγιάννης, μας εξάπτουν τη φαντασία, να καταφέρναμε να δούμε τουλάχιστον μία από αυτές τις υπάρξεις. Ακόμη ένα χιλιόμετρο μέχρι την εκκλησία, το διπλό μινωικό κέρατο του Ψηλορείτη διαγράφεται γκρίζο ανάμεσα στις φυλλωσιές των δέντρων.
Το τελευταίο μέρος της διαδρομής πρωταρχικά ξεδιπλώνεται υπερυψωμένο πάνω από τον πλούσιο χείμαρρο, μετά χαμηλώνει ανάμεσα στα κωνοφόρα και τις βελανιδιές, μια αγριοαχλαδιά με τα άσπρα άνθη της σκύβει περίεργη πάνω από το νερό. Ως δια μαγείας ξεπροβάλλουμε σε μια αχανή πράσινη κατωφέρεια, ένα ορεινό βοσκοτόπι που επιθεωρείται από το ξωκκλήσι του Αγίου Ιωάννη και από ένα τετράγωνο κτίσμα με κίτρινους τοίχους που εκτελεί χρέη καταφυγίου. Το μονοπάτι συνεχίζει σαν χωματόδρομος διαβατός με τζιπ μέχρι το χωριό της Γέργερης.



- Σημείο αναχώρησης: Λίμνη του Βοτόμου
- Σημείο άφιξης: Δάσος του Ρούβα, εκκλησία του Αγίου Ιωάννη
- Διάρκεια διαδρομής: 3 ώρες μόνο ανάβαση
- Διαδρομή μέτριας δυσκολίας
- Διαδρομή ακατάλληλη για παιδιά
- Ανάβαση με υψομετρική διαφορά 540 μ. 
- Προτεινόμενη περίοδος: Απρίλιος έως Νοέμβριος
- Μονοπάτι καλά σηματοδοτημένο με κόκκινα σήματα και πινακίδες
- Έχετε μαζί σας κανονική ποσότητα νερού

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου